- βάλσιμο
- το [βάλλω]1. τοποθέτηση2. εισαγωγή, μπάσιμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek
κάτσιμον — κάτσιμον, τὸ (Μ) 1. τοποθέτηση, βάλσιμο 2. παραμονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἔ κατσ α, αόρ. τού μεταβατικού καθίζω] … Dictionary of Greek
ντάνα — η στήλη καμωμένη από το βάλσιμο του ενός πάνω στο άλλο ομοιόμορφων πραγμάτων: Βάλε και δύο ντάνες κασέρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπόδηση — υπόδηση, η και υπόδεση, η 1. το να φορεί κανείς τα παπούτσια του, το βάλσιμο των παπουτσιών, η ποδεσιά, το παπούτσωμα. 2. τα ίδια τα υποδήματα, τα παπούτσια και ό, τι σχετίζεται με αυτά: Είδη χειμερινής υπόδησης. 3. σκοινιά ή καλώδια που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)